ἀδέψητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (δεψέω)
A untanned, βοέη Od.20.2,142, cf. A.R.3.206, AP6.298 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 33] ungegerbt, Hom. zweimal, Od. 20, 2 κὰμ μὲν ἀδέψητον βοέην στόρεσ', 20, 142 ἀλλ' ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ; – Ap. Rh. 3. 206 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδέψητος: -ον, (δεψέω) ἀκατέργαστος, ἐπὶ ἀκατεργάστου δέρματος, Ὀδ. Υ. 2, 142, Ἀνθ. Π. 6. 298.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non tanné.
Étymologie: ἀ, δέψω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
de piel no curtida βοέη Od.20.2, 142, βοεία A.R.3.206, Nonn.D.26.176, πήρη ἀ. ... αἰγός AP 6.298 (Leon.).
Greek Monotonic
ἀδέψητος: -ον (δεψέω), ακατέργαστος, λέγεται για το ακατέργαστο δέρμα, σε Ομήρ. Οδ.