ἀμετάτρεπτος

From LSJ
Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάτρεπτος Medium diacritics: ἀμετάτρεπτος Low diacritics: αμετάτρεπτος Capitals: ΑΜΕΤΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: ametátreptos Transliteration B: ametatreptos Transliteration C: ametatreptos Beta Code: a)meta/treptos

English (LSJ)

ον, = foreg., Plu.Thes.17, Iamb.Myst.6.6, Herm. ap. Stob.1.4.7b. Adv.-τως,

   A gloss on ἀσκελές, Sch.Od.4.543; also ἀμετα-τρεπτί v.l. in M.Ant.8.5.

German (Pape)

[Seite 123] unwandelbar, fest, Plut. Thes. 17, neben ἀμετάπειστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάτρεπτος: -ον, = τῷ προηγ., Πλουτ. Θησ. 17. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immuable, inaltérable.
Étymologie: ἀ, μετατρέπω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inmutable, inconmovible Plu.Thes.17, διαμονὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ Iambl.Myst.6.6, οἱ νόμοι Sch.E.Ph.538, δύναμις προνοίας Corp.Herm.Fr.13, τὸ ζητούμενον πρᾶγμα Heph.Astr.3.4.9, γνώμη PMichael.45.11 (VI a.C.), Ἄτροπος παρὰ τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης Sch.Pi.O.7.118
firme ἔσται ὁ κατηγορῶν ἀ. καὶ ἐπίμονος Heph.Astr.Epit.2.2.20.14, 4.116.18, ψυχή A.Io.23.
2 inconvertible ἀ. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φρόνημα Mac.Aeg.M.34.477C
subst. τὸ ἀ. obstinación en el error, negativa a la conversión Origenes Comm.Ser.119 in Mt.
II adv. -ως inconmoviblemente glos. a ἀσκελές Sch.Od.4.543.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάτρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία].

Greek Monotonic

ἀμετάτρεπτος: -ον, = το προηγ., σε Πλούτ.