ἀλιτηρός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
όν,
A = ἀλιτήριος: κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός is prob. f.l. for κἀλιτηρίου in S. OC371.
German (Pape)
[Seite 99] = ἀλιτήριος, Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 φρήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτηρός: -όν, = ἀλιτήριος· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ εἶναι ἐφθαρμ., ἐπειδὴ τὸ ι εἶναι βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτηρός) -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [adv. ἀλιτɛ̄ρōς Schwyzer 412 (Olimpia VI a.C.)]
impío, ἀνήρ Alcm.79.1, φρήν S.OC 371, Σαρακηνοί PMasp.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. ἀλειτɛ̄ρός.
Greek Monolingual
ἀλιτηρός, -όν (Α) ἀλιταίνω
ο ἀλιτήριος.
Greek Monotonic
ἀλῐτηρός: -όν = ἀλιτήριος· στον Σοφ. το κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι κἀξ ἀλειτηρᾶς ή ἐξ ἀλιτρίας.