Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
3ᵉ sg. sbj. de ἁλίσκομαι.
see ἁλίσκομαι.
ἁλώῃ:I. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἁλίσκομαι.II. αλλά ἁλῴη, ευκτ.