εὐπερίσπαστος
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ον,
A easy to pull away, X.Cyn.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.
Greek Monolingual
εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].
Greek Monotonic
εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.