εὐπερίσπαστος

From LSJ
Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίσπαστος Medium diacritics: εὐπερίσπαστος Low diacritics: ευπερίσπαστος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: euperíspastos Transliteration B: euperispastos Transliteration C: efperispastos Beta Code: eu)peri/spastos

English (LSJ)

ον,

   A easy to pull away, X.Cyn.2.7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.

Greek Monolingual

εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].

Greek Monotonic

εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.