κωπεύω

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπεύω Medium diacritics: κωπεύω Low diacritics: κωπεύω Capitals: ΚΩΠΕΥΩ
Transliteration A: kōpeúō Transliteration B: kōpeuō Transliteration C: kopeyo Beta Code: kwpeu/w

English (LSJ)

   A propel with oars, βᾶριν AP 7.365 (Zon.).    II (κώπη 2) κεκώπευται στρατός it has the sword drawn, Anon. ap. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1546] rudern, das Schiff mit Rudern fortbewegen, Zonas 7 (VII, 365). Nach Hesych. auch κεκώπευται ὁ στρατός, von einem schlagfertigen Heere, wo der Soldat die Hand an den Schwertgriff legt. Bei demselben steht auch κεκώπηται ἡ ναῦς, von κωπάω od. κωπέω. Vgl. Att. Seew. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

κωπεύω: (κώπη) θέτω εἰς κίνησιν διὰ τῶν κωπῶν, κινῶ, βᾶριν Ἀνθ. Π. 7. 365. ΙΙ. κεκώπευται στρατός, «ἐξεσπάθωσε», ἔσυρε τὸ ξίφος, (πρβλ. κώπη 2), παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

pousser à force de rames.
Étymologie: κώπη.

Greek Monolingual

κωπεύω (Α) κώπη
1. κωπηλατώ
2. φρ. «κεκώπευται στρατός» — ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή του ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει.

Greek Monotonic

κωπεύω: μέλ. -σω (κώπη), κινούμαι προς τα εμπρός με κουπιά, σε Ανθ.