πολλός
From LSJ
English (LSJ)
πολλόν, Ion. masc. and neut. for πολύς, πολύ.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πολλός: πολλόν, Ἰων. ἀρσ. καὶ οὐδ. ἀντὶ πολύς, πολύ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ion. et poét. c. πολύς.
English (Autenrieth)
see πολύς.
Greek Monolingual
-όν, Α
(αρσ. και ουδ.) βλ. πολύς.