ὑπόβρυχος

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

German (Pape)

[Seite 1212] = ὑποβρύχιος; dav. bes. ὑπόβρυχα als adv., unter Wasser, untergetaucht, überschwemmt; ὑπόβρυχα θῆκε Od. 5, 319; ὑπόβρυχα γενέσθαι, v. l. ὑποβρυχέα, Her. 7, 130; ναυτίλλονται Arat. Phaen. 426; u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 485 u. Opp. öfter. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 126, der ὑπόβρυχα als einen metaplastischen Accusativ zu ὑποβρύχιος, etwa von ὑπόβρυξ, ansieht, was bes. zur hom. Stelle sehr passend ist.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβρῠχος: -ον, = τῷ προηγ., Φιλῆς περὶ Ζῴων 2010. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ πληθ. ὑπόβρυχα ὡς ἐπίρρ., ὑπὸ τὸ ὕδωρ, τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόβρυχα θῆκε Ὀδ. Ε. 319· ὥστε Θεσσαλίην... ὑπόβρυχα γενέσθαι Ἡρόδ. 7. 130· ὑπ. ναυτίλλονται Ἄρατ. 426, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 145, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
υποβρύχιος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα
υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος.

Greek Monotonic

ὑπόβρῠχος: -ον, = το προηγ.· το ουδ. πληθ. ὑπόβρυχα ως επίρρ., κάτω από νερό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.