πολυμελής

From LSJ
Revision as of 19:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμελής Medium diacritics: πολυμελής Low diacritics: πολυμελής Capitals: ΠΟΛΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: polymelḗs Transliteration B: polymelēs Transliteration C: polymelis Beta Code: polumelh/s

English (LSJ)

ές, (μέλος)

   A with many members, Pl.Phdr.238a.    II many-toned, in form πολυμμελές, Alcm.1. Adv. -λῶς Poll.4.57.

German (Pape)

[Seite 666] ές, vielgliederig, Plat. Phaedr. 238 a; – αὐλός, Poll. 6, 170, von vielen Tönen, s. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμελής: -ές, (μέλος) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων πολλὰ μέλη, Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α. ΙΙ. ποικιλόφθογγος, μέλος Ἀλκμὰν 1. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Δ΄, 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 à plusieurs membres;
2 à plusieurs tons, varié (chant).
Étymologie: πολύς, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά μέλη, που αποτελείται από πολλά μέλη (α. «πολυμελής οικογένεια» β. «πολυμελές δικαστήριο»
γ) «πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυειδές», Πλάτ.)
αρχ.
ποικιλόφθογγος, αυτός που μπορεί να τραγουδήσει πολλά μέλη, πολλές μελωδίες.
επίρρ...
πολυμελῶς Α
με πολλά μέλη, με ποικίλες μελωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μελής (< μέλος), πρβλ. ολο-μελής].

Greek Monotonic

πολῠμελής: -ές (μέλος), αυτός που έχει πολλά μέλη, σε Πλάτ.