κερουχίς

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουχίς Medium diacritics: κερουχίς Low diacritics: κερουχίς Capitals: ΚΕΡΟΥΧΙΣ
Transliteration A: kerouchís Transliteration B: kerouchis Transliteration C: kerouchis Beta Code: kerouxi/s

English (LSJ)

ίδος, pecul. fem. of sq.,

   A αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v. l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.

Greek (Liddell-Scott)

κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».

Greek Monolingual

κερουχίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερ-ούχος + κατάλ. -ίς, πρβλ. εν-υδρ-ίς, εχιν-ίς].

Greek Monotonic

κερουχίς: -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.