πολύδονος

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδονος Medium diacritics: πολύδονος Low diacritics: πολύδονος Capitals: ΠΟΛΥΔΟΝΟΣ
Transliteration A: polýdonos Transliteration B: polydonos Transliteration C: polydonos Beta Code: polu/donos

English (LSJ)

ον,

   A much-driven, πλάνη A.Pr.788.

German (Pape)

[Seite 662] viel bewegt, πλάνη, viel herumgetrieben, Aesch. Prom. 790.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδονος: -ον, ὁ πολὺ δονηθείς, κινηθείς, πολυκλόνητος, πλάνη Αἰσχύλ. Πρ. 788· πρβλ. ἀλίδονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’agite beaucoup.
Étymologie: πολύς, δονέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο πολυδόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δονος (< δονῶ), πρβλ. οιστρό-δονος].

Greek Monotonic

πολύδονος: -ον (δονέω), πολύ δονούμενος, πολυκλόνητος, σε Αισχύλ.