δοιοτόκος

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιοτόκος Medium diacritics: δοιοτόκος Low diacritics: δοιοτόκος Capitals: ΔΟΙΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: doiotókos Transliteration B: doiotokos Transliteration C: doiotokos Beta Code: doioto/kos

English (LSJ)

ον,

   A bearing twins, prob. in AP7.742 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 652] die Zwillinge geboren hat, Conj. für δυοτόκος, s. δισσοτόκος.

Greek (Liddell-Scott)

δοιοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δύο, δίδυμα, Ἀνθ. ΙΙ. 7, 742 (Jacobs δισσοτ-).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui engendre ou enfante des jumeaux.
Étymologie: δοιός, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον que pare gemelos, AP 7.742 (Apollonid.).

Greek Monolingual

δοιοτόκος, η (Α)
η διδυμοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί + -τοκος < τίκτω.

Greek Monotonic

δοιοτόκος: -ον (τίκτω), αυτή που κυοφορεί δίδυμα, αυτή που γεννά δίδυμα, σε Ανθ.