διαψιθυρίζω

From LSJ
Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψῐθῠρίζω Medium diacritics: διαψιθυρίζω Low diacritics: διαψιθυρίζω Capitals: ΔΙΑΨΙΘΥΡΙΖΩ
Transliteration A: diapsithyrízō Transliteration B: diapsithyrizō Transliteration C: diapsithyrizo Beta Code: diayiquri/zw

English (LSJ)

   A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10.    II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.

German (Pape)

[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.

French (Bailly abrégé)

murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.

Spanish (DGE)

murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.

Greek Monolingual

διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.

Greek Monotonic

διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.