Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παχύστομος

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύστομος Medium diacritics: παχύστομος Low diacritics: παχύστομος Capitals: ΠΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pachýstomos Transliteration B: pachystomos Transliteration C: pachystomos Beta Code: paxu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A thick at the brim, κώθων Henioch.1 ; with a large mouth, of the oyster, Arist.Fr.304.    II metaph., speaking with a broad accent, π. ἢ τραχύστομοι, of the Κᾶρες βαρβαρόφωνοι, Str.14.2.28 :—hence πᾰχυ-στομέω, πᾰχυ-στομία, ibid.

German (Pape)

[Seite 540] 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύστομος: -ον, ὁ κατὰ τὸ στόμα, τὸ χεῖλος παχύς, ἴδε ἐν λ. κώθων· - ὁ ἔχων μέγα στόμα, ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις μετὰ παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ τραχέως λαλούντων, καὶ μάλιστα ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - ἐντεῦθεν παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. au pr. 1 qui a une large ouverture (huître);
2 au bord épais en parl. d’un vase;
II. fig. dont la parole est épaisse ou rude.
Étymologie: παχύς, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύστομος, -ον, ΝΑ
1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος
2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με σαρκώδη χείλη
2. (για ζώα) πλατύστομος, αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμα
αρχ.
(για μαλάκια) αυτός που έχει μεγάλο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. λεπτό-στομος].

Greek Monotonic

πᾰχύστομος: -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.