ταγεία

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγεία Medium diacritics: ταγεία Low diacritics: ταγεία Capitals: ΤΑΓΕΙΑ
Transliteration A: tageía Transliteration B: tageia Transliteration C: tageia Beta Code: tagei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office or rank of ταγός, X.HG6.4.34.

German (Pape)

[Seite 1063] ὴ, Amt, Würde des ταγός, das Beherrschen, der Oberbefehl, die oberste Leitung, Anführung, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱγεία: ἡ, τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ ταγοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de ταγός.

Greek Monolingual

ἡ, Α ταγεύω
το αξίωμα και το λειτούργημα του ταγού.

Greek Monotonic

τᾱγεία: ἡ, το αξίωμα ή υπούργημα του ταγοῦ, σε Ξεν.