σαφέως

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

German (Pape)

[Seite 866] ion. = σαφῶς, adv. von σαφής; = Vorigem; H. h. Cer. 149; μαρτυρήσω, Pind. Ol.

Greek (Liddell-Scott)

σαφέως: ἴδε σαφής ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. σαφῶς.

English (Slater)

ςᾰφέως
   1 clearly τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (O. 6.20) “φράσσατέ μοι σαφέως” (P. 4.117)

Greek Monotonic

σαφέως: βλ. σαφής II.