μελισσοπόνος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον,
A = μελισσοκόμος, AP6.239 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 124] = μελισσοκόμος, Apollnds. 6 (VI, 239).
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοπόνος: -ον, = μελισσοκόμος, Ἀνθ. Π. 6. 239.
Greek Monolingual
μελισσοπόνος, -ον (Α)
μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιο-πόνος)].
Greek Monotonic
μελισσοπόνος: -ον, = μελιττουργός, σε Ανθ.