ῥόχθος

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόχθος Medium diacritics: ῥόχθος Low diacritics: ρόχθος Capitals: ΡΟΧΘΟΣ
Transliteration A: rhóchthos Transliteration B: rhochthos Transliteration C: rochthos Beta Code: r(o/xqos

English (LSJ)

ὁ,

   A roaring, of the sea, Lyc.402,696,742, Nic.Al.390.

German (Pape)

[Seite 849] ὁ, das Rauschen, Brausen, bes. von sturmbewegten Meereswogen, ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης, Nic. Al. 390; Lycophr. 402 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόχθος: ὁ, ὁ πάταγος καὶ ἡ βοὴ τῶν κυμάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 390, Λυκόφρ. 402, 696, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit des vagues qui se brisent.
Étymologie: DELG terme expressif désignant des bruits, sans étym.

Greek Monolingual

ο / ῥόχθος, ΝΜΑ
θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο του ῥοχθῶ (για το επίθημα του τ. πρβλ. βρό-χθος, μό-χθος)].

Greek Monotonic

ῥόχθος: ὁ, παφλασμός, μουγκρητό, πάταγος των κυμάτων της θάλασσας.