ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
[Seite 195] μνησαίατο u. ähnliche Formen, s. unter μιμνήσκω.
impér. ao. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι.
see μιμνήσκω.
μνῆσαι: απαρ. Ενεργ. αόρ. αʹ, και προστ. Μέσ. αορ. αʹ του μιμνήσκω.