προσανέρπω
From LSJ
English (LSJ)
A creep up to, τῷ τραχήλῳ Plu.Them.26.
German (Pape)
[Seite 750] daran hinauskriechen, τῷ τραχήλῳ, Plut. Themist. 26.
Greek (Liddell-Scott)
προσανέρπω: ἀνέρπω, πρός..., τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Θεμιστ. 26.
French (Bailly abrégé)
monter en rampant, se glisser peu à peu jusqu’à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνέρπω.
Greek Monolingual
Α
ανεβαίνω κάπου έρποντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνέρπω «ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω].
Greek Monotonic
προσανέρπω: μέλ. -ψω, έρπομαι προς τα πάνω, σε Πλούτ.