φυλάζω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
A form into tribes, φυλὰς φυλάξαι Rhetraap.Plu.Lyc.6.
German (Pape)
[Seite 1313] die Zünfte, Stämme abtheilen, in Zünfte, Stämme abtheilen, φυλὰς φυλάξας Plut. Lyc. 6.
French (Bailly abrégé)
diviser en tribus.
Étymologie: φυλή.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. φυλάδδω Α [[φῡλον / φυλή]]
χωρίζω σε φυλές.
Greek Monotonic
φῡλάζω: μέλ. -άξω, χωρίζω σε φυλές, σε Πλουτ.