ἀντιμέτωπος

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέτωπος Medium diacritics: ἀντιμέτωπος Low diacritics: αντιμέτωπος Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antimétōpos Transliteration B: antimetōpos Transliteration C: antimetopos Beta Code: a)ntime/twpos

English (LSJ)

ον,

   A front to front, face to face, X.HG4.3.19, Ages.2.12, Hld.9.16.

German (Pape)

[Seite 255] (μέτωπον), mit entgegengekehrter Stirn, συνέῤῥαξέ τινι, vom Angriff in der Front, Xen. Hell. 4, 3, 19; Ages. 2, 12; Arr. An. 3, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτωπος: -ον, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, μέτωπον πρὸς μέτωπον, ἀλλ’ ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, Ἀγησ. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposés front contre front, de front ; confronté.
Étymologie: ἀντί, μέτωπον.

Spanish (DGE)

-ον
que está cara a cara, de frente ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG 4.3.19, cf. Ages.2.12, σφίσι ... ἀντιμέτωποι προσπεσόντες D.C.Epit.9.20.5, cf. Hld.9.16.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντιμέτωπος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον
2. αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀντιμέτωπος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ξεν.