ἀντιμέτωπος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον,
A front to front, face to face, X.HG4.3.19, Ages.2.12, Hld.9.16.
German (Pape)
[Seite 255] (μέτωπον), mit entgegengekehrter Stirn, συνέῤῥαξέ τινι, vom Angriff in der Front, Xen. Hell. 4, 3, 19; Ages. 2, 12; Arr. An. 3, 15, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμέτωπος: -ον, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, μέτωπον πρὸς μέτωπον, ἀλλ’ ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, Ἀγησ. 2. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
opposés front contre front, de front ; confronté.
Étymologie: ἀντί, μέτωπον.
Spanish (DGE)
-ον
que está cara a cara, de frente ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG 4.3.19, cf. Ages.2.12, σφίσι ... ἀντιμέτωποι προσπεσόντες D.C.Epit.9.20.5, cf. Hld.9.16.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀντιμέτωπος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον
2. αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀντιμέτωπος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ξεν.