ἐπισταλάω

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

German (Pape)

[Seite 982] dasselbe, ἐκ μετώπου ἱδρὼς πιδύων στῆθος ἐπισταλάει Leon. Tar. 47 (IX, 322).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἐπισταλάζω.
Étymologie: ἐπί, σταλάω.

Greek Monotonic

ἐπισταλάω: πέφτω σε σταγόνες επάνω σε, με αιτ., σε Ανθ.