βόαυλος

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόαυλος Medium diacritics: βόαυλος Low diacritics: βόαυλος Capitals: ΒΟΑΥΛΟΣ
Transliteration A: bóaulos Transliteration B: boaulos Transliteration C: voavlos Beta Code: bo/aulos

English (LSJ)

ὁ, (βοῦς, αὐλή)

   A ox-stall, Thcoc.25.108:—also βό-αυλον, τό, A.R.3.1290.

German (Pape)

[Seite 450] ὁ, dasselbe, Theocr. 25, 108.

Greek (Liddell-Scott)

βόαυλος: ὁ, (βοῦς, αὐλὴ) σταῦλος βοῶν, βούσταθμον, Θεόκρ. 25. 108· ὡσαύτως βόαυλον, τό, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· βοαύλιον Ὀρφ. Ἀργ. 436.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
étable à bœufs.
Étymologie: βοῦς, αὐλή.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): βόαυλον A.R.3.1290
establo o corral de vacas Theoc.25.108, A.R.l.c., Pamprepius 3.41, Blemyom.65.

Greek Monolingual

βόαυλος, ο και βόαυλον, το (Α)
στάβλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + αυλή].

Greek Monotonic

βόαυλος: ὁ (βοῦς, αὐλή), στάβλος των βοδιών, σε Θεόκρ.