καδδραθέτην
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
German (Pape)
[Seite 1279] = κατεδραθέτην, Od. 15, 494.
Greek (Liddell-Scott)
καδδραθέτην: ἴδε τὸ ῥῆμα καταδαρθάνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel ao. Pass. (avec sync. et assimil. p. κατεδραθέτην) de καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καδδρᾰθέτην: Επικ. αντί κατεδραθέτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.