κοναβέω

From LSJ
Revision as of 21:03, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονᾰβέω Medium diacritics: κοναβέω Low diacritics: κοναβέω Capitals: ΚΟΝΑΒΕΩ
Transliteration A: konabéō Transliteration B: konabeō Transliteration C: konaveo Beta Code: konabe/w

English (LSJ)

(κόναβος) Ep. Verb,

   A resound, clash, ring, esp. of metallic bodies, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Il.15.648, cf. 21.593: late in pres., AP11.144 (Cereal.); re-echo, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν Il.2.334, 16.277; ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Od. 17.542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Hes.Th.840: late in Prose, of a river, Sch.Opp.C.2.145.

German (Pape)

[Seite 1480] tönen, klingen, rasseln; von metallenen Körpern, Il. 15, 648. 21, 593; ertönen, wiederhallen, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν 2, 334, vgl. Od. 17, 542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμερδαλέον κονάβησε Hes. Th. 839.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβέω: (κόναβος) Ἐπικ. ῥῆμ., ἠχῶ, ψοφῶ, ἀντηχῶ, ἀποτελῶ ἦχον, κλαγγήν, ἰδίως ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Ἰλ. Ο. 648, πρβλ. Φ. 593 (ἴδε κοναβίζω)· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν Β. 334., Π. 277· ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Ὀδ. Ρ. 542· ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Ἡσ. Θ. 840.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 résonner, retentir;
2 renvoyer l’écho, retentir.
Étymologie: κόναβος.

English (Autenrieth)

aor. κονάβησα: resound, ring, of echoing and of metallic objects, πήληξ, νῆες, δῶμα. (Il. and Od. 17.542.)

Greek Monotonic

κονᾰβέω: μέλ. -ήσω (κόναβος), ηχώ, αντηχώ, συγκρούομαι και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ.