γύπινος

From LSJ
Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡπινος Medium diacritics: γύπινος Low diacritics: γύπινος Capitals: ΓΥΠΙΝΟΣ
Transliteration A: gýpinos Transliteration B: gypinos Transliteration C: gypinos Beta Code: gu/pinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.

German (Pape)

[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vautour.
Étymologie: γύψ.

Spanish (DGE)

-η, -ον
propio del buitre πτέρυξ ἡ γ. Luc.Icar.11, cf. DP 18.10.

Greek Monolingual

γύπινος, -η, -ον (Α) γυψ
αυτός που ανήκει στον γύπα.

Greek Monotonic

γύπινος: [ῡ], -η, -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.