παιδοτρόφος

From LSJ
Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source

German (Pape)

[Seite 442] Kinder ernährend, erziehend; πατέρα τάν τε παιδοτρόφον, Eur. Herc. F. 901; Simonds. bei Arist. H. A. 5, 8; – Soph. nennt so den Oelbaum, O. C. 706, was nach Hesych. auf die Sitte der Athener geht, bei der Geburt eines Knaben einen Oelzweig als Symbol der Gymnastik vor die Thür zu hängen.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων παιδία, Σιμωνίδ. 14· ἐλάα Σοφ. Ο. Κ. 701· διότι, «ἔθος ἦν, ὁπότε παιδίον ἄρρεν γένοιτο παρ’ Ἀττικοῖς, στέφανον ἐλαίας τιθέναι πρὸ τῶν θυρῶν» Ἡσύχ. ἐν λ. στέφανον ἐκφέρειν. 2) ὡς θηλ. οὐσιαστ., μήτηρ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 902. 3) ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 34, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit ou élève des enfants en parl. de la branche d’olivier qu’on plaçait à la porte de la maison d’un enfant nouveau-né.
Étymologie: παῖς, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α παιδοτρόφος, -ον)
αυτός που διατρέφει και ανατρέφει παιδιά
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. παιδοτρόφος
α) η μητέρα
β) προσωνυμία της Αρτέμιδος στην Κορώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

παιδοτρόφος: -ον (τρέφω
1. αυτός που ανατρέφει παιδιά, σε Σιμων.· παιδοτρόφος ἐλάα, σε Σοφ.
2. ως θηλ. ουσ., μητέρα, σε Ευρ.