μηχανιώτης
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A contriver, h.Merc.436.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μηχανητής, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436.
Greek Monolingual
μηχανιώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιώτης κατά το ἀγγελ-ιώτης].
Greek Monotonic
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, επινοητικός, σε Ομηρ. Ύμν.