Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμβοχόος

From LSJ
Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοχόος Medium diacritics: τυμβοχόος Low diacritics: τυμβοχόος Capitals: ΤΥΜΒΟΧΟΟΣ
Transliteration A: tymbochóos Transliteration B: tymbochoos Transliteration C: tymvochoos Beta Code: tumboxo/os

English (LSJ)

ον, (χέω)

   A throwing up a cairn or barrow: τ. χειρώματα burial-cairns thrown up by work of hand, A.Th.1027.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόος: -ον, (χέω), ὁ χέων χῶμα ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, νεκροθάπτης, Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui verse des libations sur un tombeau.
Étymologie: τύμβος, χέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι
οι νεκροθάφτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο-χόος.

Greek Monotonic

τυμβοχόος: -ον (χέω
I. αυτός που ρίχνει χώμα πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.
II. τυμβοχόα χειρώματα, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.