βαρυπένθητος

From LSJ
Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρυπένθητος Medium diacritics: βαρυπένθητος Low diacritics: βαρυπένθητος Capitals: ΒΑΡΥΠΕΝΘΗΤΟΣ
Transliteration A: barypénthētos Transliteration B: barypenthētos Transliteration C: varypenthitos Beta Code: barupe/nqhtos

English (LSJ)

ον,

   A mourning heavily, AP7.743 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠπένθητος: -ον, ὁ βαρέως, ὑπερβαλλόντως πενθῶν, Ἀνθ.II. 7. 743.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément affligé.
Étymologie: βαρύς, πενθέω.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠπένθητος) -ον
que llora o se lamenta profundamente κόραι AP 7.743 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

βαρυπένθητος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθητος < πενθώ (-έω) < πένθος.

Greek Monotonic

βᾰρῠπένθητος: -ον (πενθέω), αυτός που πενθεί βαριά, υπερβολικά, σε Ανθ.