βούνομος

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούνομος Medium diacritics: βούνομος Low diacritics: βούνομος Capitals: ΒΟΥΝΟΜΟΣ
Transliteration A: boúnomos Transliteration B: bounomos Transliteration C: voynomos Beta Code: bou/nomos

English (LSJ)

ον,

   A grazed by cattle, of pastures, A.Fr.249, S. El.181 (lyr.).    2 ἀγέλαι βουνόμοι (parox.) herds of grazing oxen, Id.OT26.

Greek (Liddell-Scott)

βούνομος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181˙ ἀλλά, 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bœufs.
Étymologie: βοῦς, νέμω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): βοονόμος Hsch.s.u. βουκόλος
I 1en donde pasta el ganado ἐπιστροφαί A.Fr.249, ἀκτά S.El.181.
2 que pasta ἀγέλαι S.OT 26.
II subst.
1 ὁ β. pastor, vaquero o boyero Aq.Ie.52.16 (v.l.), Hsch.l.c., Sud.
2 τό β. prado pantanoso, médano Hsch.

Greek Monotonic

βούνομος: -ον (νέμομαι),
1. αυτός που βόσκεται από βόδια, λέγεται για τα βοσκοτόπια και τα λιβάδια, σε Σοφ.
2. ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.), κοπάδια βοδιών που βρίσκονται στη βοσκή, στον ίδ.