γεφυροποιός

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεφῡροποιός Medium diacritics: γεφυροποιός Low diacritics: γεφυροποιός Capitals: ΓΕΦΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: gephyropoiós Transliteration B: gephyropoios Transliteration C: gefyropoios Beta Code: gefuropoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bridgemaker, = Lat. pontifex, Plu.Num.9.

German (Pape)

[Seite 487] ὁ, Brückenmacher, für das lat. pontifex, Plut. Num. 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γεφῡροποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων γεφύρας, Λατ. pontifex, Πλούτ. Νουμ. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
= lat. pontifex, primit. constructeur de ponts.
Étymologie: γέφυρα, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
constructor de puentescomo trad. de lat. pontifex γεφυροποιοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπικληθέντας ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν Plu.Num.9.

Greek Monolingual

ο (AM γεφυροποιός)
τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών
νεοελλ.
όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.

Greek Monotonic

γεφῡροποιός: ὁ, αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ.