δαίδαλμα
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ατος, τό,
A work of art, θεῶν Theoc.1.32, cf. Luc.Am.13; τὰ τῆς οἰκοδομίας δ. Agath.2.15.
German (Pape)
[Seite 514] τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δαίδαλμα: τό, ἔργον τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
œuvre d’art.
Étymologie: δαιδάλλω.
English (Slater)
δαίδαλμα
1 something cleverly made, piece of workmanship [δαιδάλματα codd. con tra met.: δαίδαλ Pauw (P. 5.36) ] ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)
Spanish (DGE)
-ματος, τό
obra artística, delicada λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ. Pi.Fr.52i.81, τι θεῶν δ. Theoc.1.32, δ. κάλλιστον Luc.Am.13, τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματα Agath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.
Greek Monolingual
δαίδαλμα, το (AM) δαιδάλλω έργο τέχνης, περίτεχνο έργο.
Greek Monotonic
δαίδαλμα: -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.