δαφνόκομος

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνόκομος Medium diacritics: δαφνόκομος Low diacritics: δαφνόκομος Capitals: ΔΑΦΝΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: daphnókomos Transliteration B: daphnokomos Transliteration C: dafnokomos Beta Code: dafnοko/mos

English (LSJ)

ον,

   A bay-crowned, τρίποδες AP9.505.11.

German (Pape)

[Seite 525] mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνόκομος: -ον, ὁ διὰ δάφνης ἐστεμμένος, Ἀνθ. Π. 9. 505, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert ou couronné de laurier.
Étymologie: δάφνη, κόμη.

Greek Monolingual

δαφνόκομος, -ον (Α)
στεφανωμένος με δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)].

Greek Monotonic

δαφνόκομος: -ον (κόμη), στεφανωμένος με δάφνη, στολισμένος με δάφνη, σε Ανθ.