δυσεξερεύνητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to explore, Arist.Pol.1330b26.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à découvrir ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, ἐξερευνάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explorar, de difícil reconocimientode ciudades cuyo recorrido es complicado ἡ ... οἰκήσεων διάθεσις ... δ. [τοῖς] ἐπιτιθεμένοις Arist.Pol.1330b26.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξερευνάται.
Greek Monotonic
δυσεξερεύνητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.