δροσόεις

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δροσόεις Medium diacritics: δροσόεις Low diacritics: δροσόεις Capitals: ΔΡΟΣΟΕΙΣ
Transliteration A: drosóeis Transliteration B: drosoeis Transliteration C: drosoeis Beta Code: droso/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A dewy, Sapph.Supp.24.12, etc.; πεδία A.R. 1.1282, cf. Coluth.343; shedding dew, Σελήνη Nonn.D.40.376; fresh, λουτρά E.Tr.833; χείλεα AP5.269 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 668] εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).

Greek (Liddell-Scott)

δροσόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ δροσερός, Εὐρ. Τρῳ. 833, κτλ.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
1 cubierto de rocío δροσόεντας ὄχθοις ἴδην contemplar las riberas cubiertas de rocío Sapph.95.12, cf. 71.8, Simon.14.52.5, τὰ ῥόδα Theoc.Ep.1.1, πεδίον Colluth.343, Triph.154, νέφεα Orac.Sib.1.15, κάμπη Nic.Th.88, καρπός Nonn.D.3.141, fig. χείλεα ... δροσόεντα AP 5.270.7 (Paul.Sil.)
fresco τὰ ... σὰ δροσόεντα λουτρά E.Tr.833.
2 que produce rocío, que cubre de rocío Σιμόεις Triph.316, Σελήνη Nonn.D.40.376.

Greek Monolingual

δροσόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. δροσερός, γεμάτος δροσιά
2. αυτός που σκορπίζει δροσιά
3. τρυφερός, απαλός, μαλακός.

Greek Monotonic

δροσόεις: -εσσα, -εν, = δροσερός, σε Ευρ.