ἔκνοος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ον, contr. ἔκνους, ουν,
A senseless, ὑπὸ γήρως Plu.CG19.
German (Pape)
[Seite 770] ον, zsgzgn ἔκνους, unverständig, sinnlos, Plut. C. Graech. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἄνους, ἀνόητος, ἄφρων, Λατ. amens, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. ἔκνους, -ουν Plu.CG 19, Sch.Gen.Il.13.395
que ha perdido la razón, enajenado ὑπὸ γήρως Plu.l.c., ἔκφρων ἐγένετο καὶ ἔ. ὁ ἡνίοχος Sch.Gen.Il.l.c.
•inconsciente, irreflexivo ἦτορ Gr.Naz.M.37.1277A, c. gen. βροτέης ἔ. εὐπαθίης Gr.Naz.M.37.1319A.
Greek Monotonic
ἔκνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ανόητος, παράφρων, Λατ. amens, σε Πλούτ.