ἐκπαίδευμα

From LSJ
Revision as of 22:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαίδευμα Medium diacritics: ἐκπαίδευμα Low diacritics: εκπαίδευμα Capitals: ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΑ
Transliteration A: ekpaídeuma Transliteration B: ekpaideuma Transliteration C: ekpaidevma Beta Code: e)kpai/deuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A nursling, child, E.Cyc.601.

German (Pape)

[Seite 771] τό, das Erzogene, Zögling, Eur. Cycl. 601.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, τέκνον, σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourrisson, rejeton.
Étymologie: ἐκπαιδεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό criatura Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.Cyc.601.

Greek Monolingual

ἐκπαίδευμα, το (Α)
1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον
2. τέκνο, παιδί.

Greek Monotonic

ἐκπαίδευμα: -ατος, τό, βρέφος, νήπιο, παιδί, τέκνο, μαθητούδι, σε Ευρ.