ἐμπηδάω

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπηδάω Medium diacritics: ἐμπηδάω Low diacritics: εμπηδάω Capitals: ΕΜΠΗΔΑΩ
Transliteration A: empēdáō Transliteration B: empēdaō Transliteration C: empidao Beta Code: e)mphda/w

English (LSJ)

   A jump upon, αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρί Hdt.3.32: metaph. of sense-impressions, Archig. ap. Orib.8.2.5.    2 ἐ. εἰς . . leap or spring into, ἐς τὴν ναῦν Hermipp.54, cf. Plb.12.8.4.    3 abs., beat, of the heart, Ph.1.67: aor. part. ἐμπηδήσας eagerly, greedily, Luc. Hist.Conscr.20.

German (Pape)

[Seite 812] darin-, darausspringen; εἰς αὐλὴν καὶ σκηνήν Pol. 12, 9, 4; εἰς τὸ πῦρ D. Cass. 62, 18; a. Sp.; darauf losspringen, Luc. hist. conscr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ ἐπάνω εἴς τινα, τὸν δὲ θυμωθέντα ἐμπηδῆσαι αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρὶ Ἡρόδ. 3. 32. 2) ἐμπ. εἰς..., πηδῶ εἴς τι, ἢ ἐντός τινος, ἐς τὴν ναῦν Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, πρβλ. Πολύβ. 12. 9, 4. 3) ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ., ἐμπηδήσας... ὑπερεμπίπλαται ἔτνους τινὸς ἢ ταρίχους, ὁρμᾷ... καὶ γεμίζει τὴν κοιλίαν του μὲ..., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 bondir dans, τινι;
2 s’élancer sur.
Étymologie: ἐν, πηδάω.

Spanish (DGE)

1 saltar, lanzarse sobre c. dat. αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρί Hdt.3.32, μέσοις ... τοῖς πολεμίοις I.BI 5.59, ἄρνες ... καὶ ἔριφοι ἀλλήλοις Arist.Fr.253, τοῖς ἵπποις I.AI 7.176, abs. Luc.Hist.Cons.20.
2 lanzarse dentro de, arrojarse a c. εἰς y ac. εἰς τὴν ναῦν Hermipp.54.2, εἰς πᾶσαν αὐλὴν καὶ σκηνήν Plb.12.8.4, εἰς τὸν Ἰορδάνην LXX 1Ma.9.48, ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ D.C.62.18.1.
3 latir el corazón μετὰ τὴν τελευτὴν ἔτι ἐμπηδᾶν φασιν αὐτήν (τὴν καρδίαν) Ph.1.67.

Greek Monotonic

ἐμπηδάω: μέλ. -ήσομαι (ἐν
1. πηδώ πάνω σε κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.
2. πηδώ προς ή μέσα σε, απόλ. στη μτχ. αορ. αʹ ἐμπηδήσας, έντονα, ζωηρά, φλογερά, σε Λουκ.