ἐνθνῄσκω
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
French (Bailly abrégé)
1 mourir dans;
2 rester comme insensible dans.
Étymologie: ἐν, θνῄσκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνι- Nic.Th.816
1 morir en, allí χθονὸς ... τοσοῦτον, [ὥστε] ἐνθανεῖν μόνον S.OC 790, cf. E.Rh.869, σῇ ... χερί E.Heracl.560, Σμύρνῃ ITomis 189.5 (II d.C.), τροχιῇσιν ἐνιθνῄσκουσιν ἁμάξης mueren bajo las ruedas del carro Nic.l.c., cf. Lys.16.15 (cód.), Plu.2.357d (cód.).
2 quedarse fijo, anquilosado ὥστ' ἐνθανεῖν γε σοῖς πέπλοισι χεῖρ' ἐμήν hasta el punto de que mi mano se quedó agarrada a tus vestiduras por el reiterado acto del suplicante, E.Hec.246.
Greek Monotonic
ἐνθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι·
1. αποθνήσκω, πεθαίνω σε ένα μέρος, σε Σοφ., Ευρ.
2. λέγεται για το χέρι, ναρκώνομαι, παραμένω αδρανείς μέσα σε, τινί, στον ίδ.