ἐπιγραμμάτιον

From LSJ
Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγραμμάτιον Medium diacritics: ἐπιγραμμάτιον Low diacritics: επιγραμμάτιον Capitals: ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: epigrammátion Transliteration B: epigrammation Transliteration C: epigrammation Beta Code: e)pigramma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἐπίγραμμα, Plu.Cat.Ma.1, Antig.Mir. 89.

German (Pape)

[Seite 933] τό, dim. von ἐπίγραμμα, Plut. Cat. mai. 1 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite pièce en distiques, épigramme.
Étymologie: ἐπίγραμμα.

Greek Monolingual

ἐπιγραμμάτιον, το (Α)
μικρό επίγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του επίγραμμα με την υποκοριστική κατάλ. -ιον].

Greek Monotonic

ἐπιγραμμάτιον: τό, υποκορ. του ἐπιγράμματος, σε Πλούτ.