ἐπιφήμισμα

From LSJ
Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφήμισμα Medium diacritics: ἐπιφήμισμα Low diacritics: επιφήμισμα Capitals: ΕΠΙΦΗΜΙΣΜΑ
Transliteration A: epiphḗmisma Transliteration B: epiphēmisma Transliteration C: epifimisma Beta Code: e)pifh/misma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A word of ominous import : of ill omen, Th. 7.75 ; of good omen, J.AJ17.5.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1000] τό, ein Zuruf, Ausruf, der eine Vorbedeutung für die Zukunft enthält, ἀντὶ δ' εὐχῆς καὶ παιάνων, μεθ' ὧν ἐξέπλεον, πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι Thuc. 7, 75, mit Unglück bedeutenden Aeußerungen, Hesych. erkl. οἰώνισμα. Auch Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφήμισμα: τό, οἰώνισμα· ἐπὶ κακοῦ οἰωνοῦ, Θουκ. 7. 75· ἐπὶ ἀγαθοῦ οἰωνίσματος, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 7. 5, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de mauvais augure.
Étymologie: ἐπιφημίζω.

Greek Monolingual

ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) επιφημίζω
λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῑς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπιφήμισμα: -ατος, τό, προοιώνισμα, λέξη προμαντέματος, σε Θουκ.