ἐπιφημίζω

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφημίζω Medium diacritics: ἐπιφημίζω Low diacritics: επιφημίζω Capitals: ΕΠΙΦΗΜΙΖΩ
Transliteration A: epiphēmízō Transliteration B: epiphēmizō Transliteration C: epifimizo Beta Code: e)pifhmi/zw

English (LSJ)

A utter words ominous of the event, ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο (Med.) Hdt.3.124; ἐ. τινὶ πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.39.39.
2 promise, pledge, κείνῳ παῖδ' ἐπεφήμισα..ἐκδώσειν cj. in E.IA130 (anap.); ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία (of Marius) App.BC1.61.
II apply the name of A (acc.) to B (dat.), where A is usually a god, ascribe or assign B to A, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεόν Pl.Lg.771d; ὅσα τις πράττει τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων in the name of the gods, D.20.126; ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐ. τὸ δαιμόνιον Plu. Publ.23.
2 later the constr. is reversed, τοῖς θεοῖς τι J.Ap.2.37; τὴν ἐλαίας γένεσιν.. τῇ Ἀθηνᾷ Max.Tyr.30.5:—Pass., θεοῖς..παῖδες ἐπεφημίσθησαν D.C.44.37; ὅσα θεῖα Ἐλευσῖνι ἐπιφημίζεται τῇ χώρᾳ Aristid.1.445J.; μέρη τῆς γῆς Ποσειδῶνι ἐπιπεφήμισται Id.Or.46(3).16.
III call, name, c. dupl. acc., τὸ ἀγαθὸν ἐ. λυσιτελοῦν Pl.Cra. 417c, cf. Ti.73d; ἀέρα ἐ. σκότος Ph.1.6, cf. 2.43,al., Porph.Abst.1.7; Ἡλίου -ίζοντας Αἰήτην υἱέα Jul.Or.2.82d.
2 with epexegetic inf., τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως the outer revolution he called the revolution of the Same, ordained that it should be.., Pl.Ti.36c: hence,
b c.acc. inf., allege, declare, αὐτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα εἶναι Ael.NA8.12; πολλὰ ἐ. αὑτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον] Plu. sert.11.
3 bestow a name on, ὄνοματά τισι Ph.1.304, al., D.C.54.33; πομπῇ ἐπεφήμισαν οὔνομα νηῶν named [the fish πομπίλος] after.., Opp.H.1.187.
IV in later Prose, dedicate, devote to a god, Luc.Sacr.10; Διὶ ἀγάλματα Max.Tyr.8.8; τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐ. Str.5.4.12:—Pass., Id.6.2.9, Ph.2.565, Plu.Cam.7, etc.

German (Pape)

[Seite 999] 1l Worte zurufen, in denen eine Vorbedeutung für die Zukunft enthalten ist, wie Her. im med. sagt καὶ δὴ καὶ ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντορον ἐπεφημίζετο 3, 124; pass., ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία, das ihm durch ein Vorzeichen verheißene Consulat, App. B. C. 1, 61; – anwünschen, D. Cass. 39, 39; – nach einer Vorbedeutung benennen, einen Namen geben, ταύτῃ μοι δοκεῖ ἐπιφημίσαι τἀγαθὸν λυσιτελοῦν Plat. Crat. 417 c, vgl. Tim. 73 d, Opp. Hal. πομπίλος – πομπῇ δ' ἐπεφήμισαν οὔνομα νηῶν 1, 187, darnach benennen, Plut.; ὄνομά τινι, einen Namen beilegen, D. Ca Ss. 54, 33. – 2) einen Gott als Urheber nennen, angeben, ihm beimessen, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεὸν ἢ θεῶν παῖδα ἐπιφημίσαντες Plat. Legg. VI, 771 b; ὅσα πράττει τις τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων Dem. Lpt. 126, wo Wolf, p. 346, zu vgl.; ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπιφ. τὸ δαιμόνιον, von allem Großen die Götter als Urheber angeben, Plut. Poplic. 23; pass., θεῶν χορὸς τῶν ἐπιφημισθέντων τοῖς γάμοις, die als Urheber der Ehen genannt werden, Dion. Hal. rhet. 2, 2; auch von Menschen, Einem Etwas zuschreiben, τίτινι, Sp.; dgl. Lob. zu Phryn. p. 596. S. auch ἐπίφημι. – 3) weihen, widmen, τὰς ἐφεξῆς ἡμέρας δαίμοσιν καὶ φθιτοῖς Plut.; ἱερὸν ἡγοῦνται τὸ τοιοῦτον ὄχημα τῷ βασιλεῖ τῶν θεῶν, καὶ πατρὶ ἐπιπεφημισμένον Camill. 7, ὄρη ἀνέθεον καὶ ὄρνεα καθιέρωσαν καὶ τὰ φυτὰ ἐπεφήμισαν ἑκάστῳ θεῷ Luc. sacrif. 10, τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν Strab. 5, 4, 62, der gen. bedenklich; so kann auch Plat. Tim. 36 c gefaßt werden, τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως, τὴν δ' ἐντὸς τῆς θἀτέρου, er bestimmte den äußern Umschwung der Natur des Gleichmäßigen. – 4) übh. sagen, vorgeben, immer in Beziehung auf etwas Göttliches, φάσκων Ἀρτέμιδος δῶρον τἡν ἔλαφον εἶναι, καὶ πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὑτῷ δηλοῦν Plut. Sert. 11; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

I. prononcer des paroles de bon augure, d'où
1 consacrer (en prononçant des paroles de bon augure) : φυτὰ ἑκάστῳ θεῷ LUC des plantes à chaque divinité;
2 donner pour patron, pour protecteur, pour auteur : ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπ. τὸ δαιμόνιον PLUT attribuer à la divinité toutes les grandes choses;
II. répandre un bruit, accréditer une rumeur : ἐπ. αὐτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα εἶναι ÉL accréditer le bruit qu'il était serviteur d'Asclépios ; πολλὰ ἐπ. αὑτῷ δηλοῦν (τὴν ἔλαφον) PLUT accréditer le bruit que la biche lui révélait beaucoup de choses;
Moy. ἐπιφημίζομαι prononcer des paroles de mauvais augure.
Étymologie: ἐπί, φημίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφημίζω:
1 med. произносить (зло)вещие слова, пророчить несчастье Her.;
2 (в силу предзнаменования), торжественно обещать (τινί τινα ἐκδώσειν λέκτροις Eur.);
3 провозглашать виновником, объявлять: ἐ. τινὶ τὸν θεόν Plat., Dem. или τὸ δαιμόνιον Plut. связывать что-л. с божеством, приписывать что-л. богу; πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὑτῷ δηλοῦν Plut. он объявил, что (Артемида) открыла ему много тайн;
4 назначать, (пред)определять (τί τι εἶναι Plat.);
5 объявлять посвященным, посвящать (φυτὰ θεῷ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφημίζω: προφέρωπρολέγω δυσοιώνους λέξεις περὶ τοῦ μέλλοντος, ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο (Μέσ.) Ἡρόδ. 3. 124, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. 28, 27· ἐπ. τινὶ πολλὰ καὶ ἄτοπα Δίων Κ. 39. 39. 2) ὑπισχνοῦμαι κατὰ μαντείαν τινά, κείνῳ παῖδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν Εὐρ. Ι. Α. 130· ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία (ἐπὶ τοῦ Μαρίου) Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 61· πρβλ. ἐπιφήμισμα, ἐπιφημισμός, φήμη. ΙΙ. ἀποδίδω τι εἴς τινα, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεὸν Πλάτ. Νόμ. 771D· τούτοις ὅσα τις πράττει τοὺς θεοὺς ἐπ. Δημ. 495. 10 (ἔνθα ἴδε Wolf.)· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπ. τὸ δαιμόνιον Πλουτ. Ποπλ. 23· ὄνομά τινι Δίων Κ. 54. 33, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 187: ― Παθ., θεοῖς... παῖδες ἐπεφημίσθησαν Δίων Κ. 44. 37· ὅσα θεῖα Ἐλευσῖνι ἐπιφημίζεται Ἀριστείδ. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διατείνομαι ὅτι..., τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι Πλάτ. Τίμ. 36C· αὑτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα εἶναι Αἰλ. π. Ζ. 8. 12· πολλὰ ἐπ. αὐτῷ δηλοῦν τὴν ἔλαφον Πλουτ. Σερτ. ΙΙ. ΙΙΙ. καλῶ τι οὕτως ἢ δίδω εἰς αὐτὸ τοιοῦτον ὄνομα διὰ τὸν δεῖνα λόγον, τἀγαθὸν ἐπ. λυσιτελοῦν Πλάτ. Κρατ. 417C, πρβλ. Τίμ. 73C. ΙV. παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ἀφιερώνω τι εἴς τινα θεόν, Λουκ. Θυσ. 10· Ἄρεως παῖδας ἐπ. τινὰς Στράβ. 250· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 275, Πλουτ. Κάμιλλ. 7, κτλ. ― Ἡ λέξις συνηθέστατα εἶναι ἐν χρήσει ἐν σχέσει πρὸς θεότητα καὶ συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ ἐπευφημέω ἢ -ίζω, Λοβεκ. Φρύν. 596.

Greek Monolingual

ἐπιφημίζω (AM)
μσν.
επευφημώ, ζητωκραυγάζω
2. διαδίδω φήμες
3. ανακηρύσσω με βοή
αρχ.
1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.)
2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω παῖδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν», Ευρ.)
3. (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) αποδίδω σε κάποιον την αιτία, ονομάζω κάποιον, κυρίως θεό, πρωταίτιο για κάτι («α. «ἐκάστη μοίρα θεὸν ἢ θεῶν παῖδα ἐπιφημίσαντες», Πλάτ.
β. «θεοῖς... παῖδες ἐπεφημίσθηκαν», Δίων Κάσσ.)
4. δίνω σε κάποιον όνομα παρανόμι
5. (με επεξηγηματικό απρμφ.) προσδιορίζω («τὴν μὲν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως», Πλάτ.)
6. (με αιτ. και απρμφ.) ισχυρίζομαι, δηλώνω, αναφέρω («πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμισεν αὐτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον]», Πλούτ.)
7. (στους πεζογράφους) αφιερώνω σε έναν θεό («τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φημίζω (< φήμη < φημί «λέγω»)].

Greek Monotonic

ἐπιφημίζω: μέλ. -σω,
I. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, στη Μέσ., σε Ηρόδ.
2. προμηνύω σύμφωνα με οιωνό, με απαρ., σε Ευρ.
II. αποδίδω κάτι σε κάποιον, πράγμα, τοὺς θεούς, σε Δημ.
2. με αιτ. και απαρ. ισχυρίζομαι ότι, σε Πλούτ.
III. αφιερώνω κάτι σε κάποιον θεό, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to utter words ominous of the event, in Mid., Hdt.
2. to promise according to an omen, c. inf., Eur.
II. to assign as authority to a thing, τοὺς θεούς Dem.
2. c. acc. et inf. to allege that, Plut.
III. to dedicate or devote to a god, Luc.