ἐπιτάραξις
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
[τᾰ], εως, ἡ,
A bewilderment, confusion, Pl.R.518a (pl.).
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trouble, confusion.
Étymologie: ἐπιταράσσω.
Greek Monolingual
ἐπιτάραξις, ἡ (Α) επιταράσσω
διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.).