εὐρυάγυια

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠάγυιᾰ Medium diacritics: εὐρυάγυια Low diacritics: ευρυάγυια Capitals: ΕΥΡΥΑΓΥΙΑ
Transliteration A: euryágyia Transliteration B: euryaguia Transliteration C: evryagyia Beta Code: eu)rua/guia

English (LSJ)

[ᾰγ], fem. Adj. used only in nom. and acc.,

   A with wide streets, Τροίη Il.2.141, al.; Ἀθήνη Od.7.80; Μυκήνη Il.4.52; πτόλις εὐ. Od.15.384; χθὼν εὐρυάγυια, = εὐρυόδεια (q.v.), h.Cer.16; εὐ. δίκα, i.e. public, Terp.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρῠάγυιᾰ: θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἔχουσα εὐρείας ἀγυιάς, εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμήρ. ἐπίθ. μεγάλων πόλεων, ἐν Ἰλ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ τῆς Τροίας· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, Ὀδ. Η. 80· ἀλλὰ περὶ τῶν Μυκηνῶν ἐν Ἰλ. Δ. 52· καθόλου, εὐρ. πόλις Ὀδ. Ο. 384· ἀλλά, χθὼν εὐρυάγυια = εὐρυόδεια (ὃ ἴδε), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 16· εὐρ. δίκα, ὅ ἐστι δημοσία, Τέρπανδρ. 3 Bgk. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυάγυια· μεγάλη καὶ πλατεῖα ῥύμη. πλατὺ ἄμφοδον· καὶ ἡ πλατεῖα καὶ μεγάλη ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός».

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
aux larges rues ; fig. εὐρυάγυια δίκα PLUT jugement en pleine rue, càd jugement public.
Étymologie: εὐρύς, ἀγυιά.

English (Autenrieth)

wide-streeted, epith. of cities.

Greek Monolingual

εὐρυάγυια, ἡ (Α)
αυτή που έχει ευρείες οδούς, η ευρύχωρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + αγυιά «δρόμος, οδός»].

Greek Monotonic

εὐρῠάγυιᾰ: θηλ. επίθ., χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ., αυτή που έχει πλατείς δρόμους, επίθ. των μεγάλων πόλεων, σε Όμηρ.