καταειμένος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
η, ον, pf. part. Pass., 1 of καταέννυμι, Od.13.351. 2 of καθίημι, hanging down over, A.R.1.939, 3.830.
Greek (Liddell-Scott)
καταειμένος: -η, -ον, μετοχ. παθ. πρκμ., 1) τοῦ καταέννυμι, Ὀδ. Ν. 351. 2) τοῦ καθίημι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 830.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. de καταέννυμι.
English (Autenrieth)
see καταέννῦμι.
Greek Monotonic
καταειμένος: -η, -ον, Παθ. μτχ. του κατα-έννυμι.