καταθεάομαι

From LSJ
Revision as of 23:42, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθεάομαι Medium diacritics: καταθεάομαι Low diacritics: καταθεάομαι Capitals: ΚΑΤΑΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katatheáomai Transliteration B: katatheaomai Transliteration C: katatheaomai Beta Code: kataqea/omai

English (LSJ)

   A look down upon, watch from above, τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου X.An.6.5.30; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib.1.8.14: abs., Id.Cyr.3.2.1: generally, contemplate, φορὰς ἄστρων Plu.2.426d: metaph., with the mind, X.Cyr.8.2.18.

German (Pape)

[Seite 1348] herabschauen, von einem hohen Orte aus betrachten, ἀπὸ λόφου τινὸς τὰ γιγνόμενα Xen. Cyr. 6, 5, 30; übh. in Augenschein nehmen, genau betrachten, τὰς τάξεις 5, 3, 55, τοὺς ἄλλους καταθεῶ καὶ λόγισαι 8, 2, 18; Sp., wie Plut. φορὰς ἄστρων def. or. 30.

Greek (Liddell-Scott)

καταθεάομαι: μέλλ.-άσομαι ᾱ, ἀποθ.:― θεωρῶ, βλέπω τι ἄνωθεν, τὰ γιγνόμενα καταθ. ἀπὸ λόφου Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30· καταθ. εἴς τι αὐτόθι Ι. 8, 14·― καθόλου, θεωρῶ, μελετῶ, φορὰς ἄστρων Πλούτ. 2. 426D· μεταφ., θεῶμαί τι νοερῶς…, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

-εῶμαι;
1 regarder d’en haut;
2 regarder attentivement.
Étymologie: κατά, θεάομαι.

Greek Monotonic

καταθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω κάτι από ψηλά, παρατηρώ από ψηλά, σε Ξεν.· γενικά, παρατηρώ, ατενίζω, στον ίδ.