κατάφαρκτος
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
ον,
A = κατάφρακτος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.
Greek Monolingual
κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.
Greek Monotonic
κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.