κισσόω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
Att. κιττ-,
A wreathe with ivy, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν E.Ba. 205; κεκισσωμένος Alciphr.2.3.
German (Pape)
[Seite 1443] mit Epheu umwinden, bekränzen, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν Eur. Bacch. 205. – Adj. verb. κισσωτός, νεβρίς Agath. (VI, 172).
Greek (Liddell-Scott)
κισσόω: Ἀττ. κιττ-, κοσμῶ, στέφω μὲ κισσόν, κρᾶτα κισσώσας ἐμὸν Εὐρ. Βάκχ. 205· κεκισσωμένος Ἀλκίφρων 2. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couronner de lierre.
Étymologie: κισσός.